;

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ π. ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΓΚΟΥΡΒΕΛΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ἱερός Μητροπολιτικός Ναός Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν
4-9-2016
Κήρυγμα π. Αμβροσίου Γκουρβέλου
Ἀδελφοί μου,
Ἡ σημερινή εὐαγγελική παραβολή εἶναι ἀρκετά γνωστή καί ἔχει πολλά νά μᾶς πεῖ. Ὁ Κύριός μας παρομοιάζεται μέ ἕναν ἐπίγειο βασιλιά, ὁ ὁποῖος χαρίζει τό τεράστιο χρηματικό χρέος ἑνός δούλου Του. Ὅμως ὁ εὐργετημένος δοῦλος λίγο ἀργότερα ὁδηγεῖ ἕνα σύνδουλό του στήν φυλακή, διότι τοῦ χρωστάει ἕνα ἀσήμαντο ποσό. Ὁ βασιλιάς ἐκεῖνος μαθαίνοντας τό γεγονός, ἀλλάζει τήν ἀπόφασή του καί τιμωρεῖ παραδειγματικά τόν ἄσπλαγχνο καί ἀγνώμονα ἐκεῖνο δοῦλο κλείνοντάς τον στήν φυλακή.
Καί καταλήγει τήν παραβολική αὐτή ἱστορία ὁ Χριστός μέ τό συμπέρασμα: «Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν» (Ματθ. ιη΄ 35). Δηλαδή ὁ ἐπουράνιος Πατέρας θά τιμωρήσει, ὅπως τόν ἀγνώμονα καί σκληρόκαρδο ἐκεῖνο δοῦλο, ὅποιον δέν συγχωρεῖ ἀπό τήν καρδιά του τά παραπτώματα τοῦ ἀδελφοῦ του.

Ἀγαπητοί μου,

Τό κεντρικό μήνυμα τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἶναι ἡ συγχώρηση ἀπό τήν καρδιά μας, ὅσων μᾶς ἔχουν στενοχωρήσει καί πληγώσει μέ κάθε τρόπο. Κι ὅτι αὐτή ἡ συγχώρηση ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τήν δική μας συγχώρηση ἀπό τόν Θεό καί τήν αἰώνια σωτηρία μας μαζί Του.
Ἀκούγοντας ὅμως τήν περικοπή αὐτή γεννιέται μέσα μας μιά ἀπορία. Γιατί ὁ δοῦλος αὐτός ἔφθασε στόν παραλογισμό καί τήν αὐτοκαταστροφή του; Θεωρῶ ὅτι γι’ αὐτό εὐθύνεται ὁ ἴδιος καί ἡ λανθασμένη σχέση του μέ τόν Θεό, μέ τόν ἑαυτό του καί τόν πλησίον του. Πιό συγκεκριμένα ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν κατάλαβε ποτέ του, σέ ποιόν βασιλιά εἶχε τήν ἀναφορά του. Ὁ βασιλιάς τόν εἶδε ὡς συνάνθρωπο ἐνῶ αὐτός πάντοτε τόν ἔβλεπε ὡς ἀφεντικό του. Δέν μπόρεσε νά ἀνταποκριθεῖ στήν σχέση τῆς ἀγάπης, γι’ αὐτό καί ἦταν δυστυχισμένος, ἐγκλωβισμένος ἐπικίνδυνα στόν ἐγωισμό καί τήν φιλαυτία του.
Δυστυχῶς αὐτή ἡ προβληματική σχέση μέ τόν Θεό Πατέρα ὑφίσταται γιά πολλούς ἀπό ἐμᾶς. Δέν ἔχουμε κατανοήσει, ἀκόμη κι ἐμεῖς οἱ κληρικοί, σέ ποιόν Θεό πιστεύουμε. Ὅτι ὁ Θεός μας αὐτοαποκαλεῖται «Πατέρας» κι ὅτι ὁ Θεός «ἀγάπη ἐστί». Ἀδυνατοῦμε νά καταλάβουμε, ὅτι ὁ Θεός, ἄν καί εἴμαστε «χρεῶστες μυρίων ταλάντων», μᾶς ἀγαπάει πολύ, μᾶς θέλει παιδιά Του, ἀδελφούς Του καί φίλους Του. Ἐμεῖς δέν Τόν ἐμπιστευόμαστε καί συνήθως Τόν φοβόμαστε. Ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ θρησκευτική ὑποκρισία καί ἡ ἀθεΐα τῆς ἐποχῆς μας.
Ὅμως ὁ σκληρόκαρδος δοῦλος ἐκεῖνος ἀγνοοῦσε, τί σημαίνει νά εἶσαι ἄνθρωπος. Ἀλλά καί γενικώτερα ἔπασχε ἀπό ἔλλειψη στοιχειώδους αὐτογνωσίας. Ἧταν ἕνας δοῦλος καί μάλιστα κακός δοῦλος. Μέ τίς ἐπιλογές του εἶχε καταστρέψει τήν μικρή ζωή του καί κατευθυνόταν πρός τήν ἰσόβια καταδίκη. Ὁ σπλαγχνικός βασιλιάς του τοῦ ἔδωσε μιά μοναδική εὐκαιρία νά ξαναρχίσει σέ νέες βάσεις τήν ζωή του. Κι αὐτός δέν κατάλαβε, ὅτι ἡ ζωή του εἶχε νόημα μόνο σέ σχέση μέ τόν βασιλιά του. Καί ἔχασε τά πάντα!
Ἄραγε πόσο συχνά μιμούμαστε κι ἐμεῖς τόν ἀνόητο ἐκεῖνο δοῦλο; Περνοῦμε τήν ζωή αὐτή, ἀγνοώντας ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα τά μεγάλα ἐρωτήματα τῆς ὕπαρξής μας. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, γιατί ζεῖ στή γῆ αὐτή καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του; Ἤρθαμε στόν κόσμο αὐτό μέ το θέλημα τοῦ Θεοῦ, ζοῦμε τήν παροῦσα ζωή προκειμένου νά γνωρίσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Δημιουργό μας Θεό καί προορισμός τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ αἰώνια Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄνθρωπος χωρίς Θεό, χωρίς αἰώνια προοπτική καί ζωή, ἰσοδυναμεῖ μέ διαρκή τραγωδία. Ὁ καθένας στήν καθημερινότητά του βιώνει τήν μεταβλητότητά του, τήν ἁμαρτωλότητά του καί τήν θνητότητά του. Χωρίς Θεό, χωρίς αἰώνια ζωη, ὅλα μυρίζουν χῶμα. Ὑπάρχουμε πραγματικά, ὅσο ζοῦμε σέ ἀληθινή σχέση μέ τόν Δημιουργό μας Θεό. Ἄς μάθουμε, νά μήν κοροϊδεύουμε τόν ἐαυτό μας, ὑποθηκεύοντας τό αἰώνιο μέλλον μας.

Ἡ προβληματική σχέση τοῦ δούλου ἐκείνου μέ τόν Θεό καί τόν ἑαυτό του, τόν ὁδήγησε τελικῶς καί στήν τόσο ἄσχημη σχέση μέ τόν πλησίον του. Πῶς νά δεῖς τόν ἄλλον σωστά, ὅταν δέν τόν βλέπεις ὡς σάρκα ἐκ τῆς σαρκός σου; Τί εἶναι ὁ πλησίον μας γιά μᾶς; Σέ αὐτό τό ἐρώτημα, ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήντησε στήν πράξη, ὅτι εἶναι ἀντίπαλος καί χρηστικό ἀντικείμενο. Οἱ ἀσκητικοί πατέρες ἔλεγαν «εἶδες τόν ἀδελφόν σου, εἶδες τόν Θεόν σου» καί ὅτι ὁ διπλανός μας, ἀκόμη κι αὐτός πού μᾶς ταλαιπωρεῖ, εἶναι ὁ Θεός «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ», ὁ Θεός μέ ἄλλη μορφή. Ὁ ἄνθρωπος μακρυά ἀπό τό Χριστό οὐσιαστικά πιστεύει αὐτό πού τόσο ξεκάθαρα διετύπωσε ὁ Γάλλος ὑπαρξιστής φιόσοφος ὁ Σάρτρ, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου. Ὅταν δοῦμε τόν διπλανό μας, ὡς ἄλλο Χριστό, ὡς μέσο τῆς σωτηρίας μας, ὡς ὁμοιοπαθή συναμαρτωλό, ὡς ἀποδέκτη τῆς προσευχῆς μας, πολλά θά ἄλλαζαν στήν κοινωνία μας.

Ἀδελφοί μου,

Ὅλα ὅσα εἴπαμε, πιθανόν τά ἔχουμε ξανακούσει. Ὅμως τά ἐπαναλαμβάνουμε, διότι τά προσπερνοῦμε ἐπιπόλαια καί ἔνοχα. Κι ἄν μᾶς «στριμώξει» ὁ Πνευματικός μας ἤ κάποιος ἄλλος ἄνθρωπος ἤ ἡ ἴδια ἡ συνείδησή μας, ἰσχυριζόμαστε, ὅτι μερικές ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἀνεφάρμοστες ἤ τέλος πάντων ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τίς ἐφαρμόσουμε. Ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία, κοινωνοῦμε, ὁδεύουμε πρός τό ἐπίγειο τέλος, ἔχοντας μέσα μας κακία, ἀντιπάθεια, κατάκριση ἤ καί μίσος. Ἀδέλφια καί συγγενεῖς δέν μιλιοῦνται χρόνια, οὔτε καί στό θάνατο δέν θέλουν νά βρεθοῦν καί τόσα ἄλλα.

Δέν θά πῶ κάτι ἄλλο. Ἁπλῶς καί κλείνοντας, θά σᾶς διαβάσω μιά ἱστορία ἀπό τό Γεροντικό: «Κάποιος χριστιανός πῆγε νά συμβουλευθεῖ τόν Ἀββᾶ Σιλουανό. «Ἔχω ἕνα θανάσιμο ἐχθρό, πάτερ», τοῦ ἐξομολογήθηκε. «Τά κακά ποῦ μοῦ ἔχει προξενήσει αὐτός ὁ ἄνθρωπος είναι αναρίθμητα. Προ καιρού κέρδισε μέ ἀπάτη ἕνα μεγάλο κομμάτι ἀπό τό χωράφι μου. Μέ συκοφαντεῖ, ὅπου βρεθεῖ, κακολογεῖ κι ἐμένα καί τήν οἰκογένειά μου. Μοῦ ἔχει κάνει το βίο αβίωτο. Τώρα τελευταῖα μάλιστα επιβουλεύεται και την ζωή μου. Πρίν λίγες ἡμέρες ἔμαθα πώς ἀποπειράθηκε να με δηλητηριάσει. Δέν πάει ἄλλο λοιπόν. Εἶμαι ἀποφασισμένος να τόν παραδώσω στη δικαιοσύνη». «Κάνε ὅπως θέλεις», τοῦ εἶπε μέ ἀδιαφορία ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός. «Δέν νομίζεις, πάτερ, πώς ὅταν τιμωρηθεῖ καί μάλιστα αὐστηρά, ὅπως τοῦ πρέπει, θά σωθεῖ ἡ ψυχή του;», ρώτησε ὁ ἄνθρωπος, πού τώρα ἄρχισε νά ἐνδιαφέρεται καί γιά τήν ψυχική ὠφέλεια τοῦ ἐχθροῦ του. «Κάνε ὅ,τι σέ ἀναπαύει», ἐξακολουθοῦσε νά λέγει μέ τό ἴδιο ὕφος ὁ Ὅσιος. «Πηγαίνω, λοιπόν στόν δικαστή κατ’ εὐθείαν», εἶπε ὁ χριστιανός καί σηκώθηκε νά φύγει. «Μή βιάζεσαι τόσο», τοῦ εἶπε μέ ἠρεμία ὁ Ὅσιος. «Ἄς προσευχηθοῦμε πρῶτα νά κατευοδώσει ὁ Θεός τήν πράξη σου». Ἄς ξεκινήσουμε μέ τό «Πάτερ ἡμῶν». «Καί μή ἀφίης ημῖν τά ὀφειλήματα ημῶν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ἀκούστηκε νά λέγει μεγαλοφώνως ὁ Ὅσιος, σάν ἔφτασε σ’ αὐτό τό στίχο. «Λάθος», Ἀββᾶ, «δέν λέγει ἔτσι ἡ Κυριακή Προσευχή», ἔσπευσε νά διορθώσει ὁ χριστιανός. «Ἔτσι ὅμως εἶναι», ἀποκρίθηκε μ’ ὅλη του τήν ἀπάθεια ὁ Γέροντας. «Ἀφοῦ ἀποφάσισες νά παραδώσεις τόν ἀδελφό σου στό δικαστή, ὁ Σιλουανός δέν κάνει ἄλλη προσευχή γιά σένα». (Μοναχῆς Θεοδώρας Χαμπάκη, Γεροντικό)
Ἀδελφοί μου,
Ἄς ἀναλογιστοῦμε ὅλοι μας, ἐμεῖς πῶς λέμε τό «Πάτερ ἡμῶν;

α.α.:26